-
1 αγωνισάμενος
-
2 ἀγωνισάμενος
-
3 ξενία
ξενία, ἡ, ion. u. poet. ξεινία, Her. 3, 39 auch ξεινηΐη, v. l., 1) Gastfreundschaft, Gastrecht; μίξεσϑαι ξενίῃ, Od. 24, 314, wie ἀγαϑῇ ξενίῃ 286, die Bewirthung, gastliche Aufnahme; πέποιϑα ξενίᾳ προςάνεϊ Θώρακος, Pind. P. 10, 64; ἐλϑόντες ἐπὶ ξενίαν, N. 10, 49; auch im plur., χαίροντες ξενίαις πανδόκοις, Ol. 4, 17; μὴ πρὸς ξενίας, Soph. O. C. 517; ξενίαν κατῄσχυνε, Eur. Rhes. 842 (vgl. ξένιος); in Prosa; Ἴωσι ξεινίην συνεϑήκατο, er schloß mit ihnen Gastfreundschaft, Her. 1, 27. 3, 39. 7, 116; Thuc. 8, 6 u. Folgde; ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖν, einladen zur Bewirthung, wo eigtl. τραπέζῃ zu ergänzen scheint, Xen. An. 7, 6, 3; Sp., ἀνανεώσασϑαι τὰς πατρικὰς φιλανϑρωπίας καὶ ξενίας, Pol. 33, 16, 2. – 2) Zustand eines Fremden, im Ggstz zum Bürger; ξενίας φεύγειν, als ein Fremder, der sich für einen Bürger ausgegeben hat, angeklagt werden, Ar. vesp. 718; τῆς ξενίας ἁλίσκεσϑαι, Dem. 24, 181; ξενίας ἀγωνισάμενος, Lys. 13, 60; ξενίας φεύγειν Is. 3, 37; Luc. oft. – S. auch ξένιος.
-
4 παραπλήσιος
A coming alongside of: hence, coming near, nearly resembling ; of numbers, nearly equal, about as many ; of size, about as large ; of age, about equal ; etc.:1 abs., Hdt.4.128, etc. ; τοιαῦτα καὶ π. such and such-like, Th.1.22 ; τὰς πράξεις ὁμοίας καὶ π. ἀποβαίνειν Isoc.l.c. ;ταὐτόν ἐστι σοφιστὴς καὶ ῥήτωρ, ἢ ἐγγύς τι καὶ παραπλήσιον Pl.Grg. 520a
;ναυσὶ παραπλησίαις τὸν ἀριθμόν Th. 7.70
;ἱππεῖς π. τὸ πλῆθος X.HG4.3.15
;ἀγωνίζεσθαι πρὸς π. ἱππέας Id.Eq.Mag.8.17
.2 freq. c. dat., ἐν τῇ ναυμαχίῃ παραπλήσιοι ἀλλήλοισι ἐγίνοντο were about equal, of a drawn battle, Hdt.8.16 ;νῆσοι Λέσβῳ μεγάθεα παραπλήσιαι Id.1.202
;ἐσθὴς τῇ Κορινθίῃ παραπλησιωτάτη Id.5.87
;π. τούτῳ καὶ ὅμοιον D.19.196
; ὅμοι' ἢ π. τούτοις ib.307: with dat. of the person for dat. of that which belongs to the person,ἔπαθε παραπλήσια τούτῳ Hdt.4.78
, cf. Plb.1.14.2, etc.: rarely c. gen., Id.1.23.6 ; ἦχος συριγμοῦ π. Philum.Ven.21.1 (in Pl. Sph. 217b the gen. ὧν is due to the attraction).3 folld. by a relat.,τρόπῳ παραπλησίῳ, τῷ καὶ Μασσαγέται Hdt.4.172
; byκαί, Λυδοὶ νόμοισι π. χρέωνται καὶ Ἕλληνες Id.1.94
, cf. Th.5.112, 7.71 ; also π. πάσχουσιν ὥσπερ ἂν εἰ .. Isoc.1.27 : neut. παραπλήσια as Adv., π. ὡς εἰ .., perinde ac si.., Hdt.4.99 : sg., παραπλήσιον καὶ οὐ πολλῷ πλέον about the same distance and not much more, Th.7.19 ; τὸ π. D.S. 19.43 : more freq. regul. Adv. - ίως, Pl.Ap. 37a, al. ; ἆρά γ' ὁμοίως ἢ π. ; D.3.27 ; ἀγωνισάμενος π. having fought with nearly equal advantage, Hdt.1.77 ;π. τοῖς εἰρημένοις πράττοντας Isoc.5.51
, etc. ; π. καὶ .., Lat. perinde ac.., Hdt.7.119 ; π. ἔχει καθάπερ .. Pl.Ep. 321a : [comp] Comp.παραπλησιαίτερον Id.Plt. 275c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπλήσιος
См. также в других словарях:
ἀγωνισάμενος — ἀγωνίζομαι contend for a prize aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύλοφος — η, ο (ΑΜ εὔλοφος, ον) αυτός που έχει ωραίο λοφίο («εὔλοφος κυνῆ», Σοφ.) μσν. αρχ. αυτός που υπομένει καλά τον ζυγό, ο ισχυρός, ο υπομονετικός («εὔλοφος αὐχήν», Δαμάσκ.). επίρρ... εὐλόφως (ΑΜ) 1. υπομονετικά 2. γενναία («ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάτας … Dictionary of Greek
παραπλήσιος — α, ο / παραπλήσιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά ή παραπλεύρως σε κάποιον 2. ο σχεδόν όμοιος με κάποιον, παρεμφερής, παρόμοιος 3. ο περίπου ίσος με κάποιον 4. συνομήλικος αρχ. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek